ΝΙΚΟΛΑΣ ΗΛΙΑΔΗΣ
μια αντίληψη που ταιριάζει με την πεποίθηση των αρχαίων ελλήνων ότι οι καλοί άνθρωποι πεθαίνουν νέοι, δε γεύονται τη φθορά των γηρατειών.
Ο ΝΙΚΟΛΑΣ
Τον έλεγαν Νικόλα. Ήταν από τους ανθρώπους που όταν μπαίνουν σε ένα χώρο, αλλάζει το κλίμα. Ψηλός, όμορφος, με βλέμμα που χωρούσε τα πάντα, ειρωνεία, τρυφερότητα, και κάτι σκοτεινό, σαν υπόγειο ρεύμα που διεισδύει στα ενδότερα της ψυχής. Άνθρωπος ανύσηχος, δεν αντεχε την ρουτίνα, αλλά περισσότερο δεν αντεχε την βλακεία.
Στην μπουάτ “Όρφεας”, εκεί που μάζευε ανθρώπους με τραγούδια, κουβέντες και κρασί, βρήκε ένα είδος γαλήνης. Εκεί τον γνώρισαν όλοι και τον αγάπησαν. Είχε έναν τρόπο να μιλά που σε έπειθε ότι η ζωή είχε νόημα, ακόμα κι όταν ο ίδιος δεν το πίστευε. Οι άντρες τον θαύμαζαν, οι γυναίκες τον ερωτεύονταν, και όλοι ένιωθαν λίγο πιο έξυπνοι, πιο ζωντανοί, όταν τον είχαν κοντά τους.
Ο Νικόλας ήξερε γράμματα πολλά. Αν και πολύ νέος, ειχε δοκτοράτα και διπλώματα. Μιλούσε για ποίηση, για αναρχία, για την ελευθερία του νου, μα η ελευθερία που αναζητούσε δεν ήταν επιφανιακη, ήταν εσωτερική, σχεδόν μεταφυσική. Ήθελε να σπάσει τα δεσμά του κόσμου, όχι με επανάσταση, αλλά με κατανόηση. Και εκεί, κάπου, χάθηκε. Γιατί όποιος βλέπει τα πάντα, δύσκολα αντέχει να μείνει.
Χρόνια πριν είχε δοκιμάσει να φύγει. Είχε κατέβει στις θαλασσινές σπηλιές, εκεί που το φως μέχρι τον ορίζοντα γίνεται γαλάζιο και το σκοτάδι μαλακό, και παραδόθηκε στη σιωπή του νερού. Τον έσωσαν τότε τυχαία, παρά τη θέλησή του. Έπειτα, όλοι νόμισαν πως το ξεπέρασε καθώς στο περιβάλλον του “Όρφεα” χαμογελούσε πιο συχνά, γελούσε με την παρέα, έγραφε, ταξίδευε, ερωτευόταν. Κανείς δεν ήξερε πως απλώς ανέβαλε το τέλος, δεν το ακύρωσε.
Όταν γύρισε από την Αθήνα, κάτι είχε αλλάξει. Ήταν πιο ήσυχος, πιο ευγενικός, σαν άνθρωπος που έχει κλείσει λογαριασμούς. Οι φίλοι του δεν το κατάλαβαν, ή δεν θέλησαν να το δουν. Είχε έναν τρόπο να σε κοιτάζει που σε έκανε να σωπαίνεις, να τον εμπιστεύεσαι, ακόμη και στον θάνατο. Τους είπε, σχεδόν τρυφερά, πως ήρθε η ώρα. Και εκείνοι, αντί να ουρλιάξουν, τον ακολούθησαν σαν να συμμετείχαν σε μια παράξενη ιεροτελεστία. Τον ξύρισαν, τον έντυσαν, τον στόλισαν.
Ήταν χαράματα όταν ο Νικόλας στάθηκε στο χείλος του γκρεμού στον μακρινό Ακάμα. Το φως της αυγής έλουζε το πρόσωπό του, κι έμοιαζε να χαμογελά. Δεν υπήρχε οδύνη, μονάχα ηρεμία. Μια τελευταία ανάσα, και ύστερα βουτιά, όχι πτώση, μα πτήση προς την απόλυτη σιωπή.
Την είδηση τη μάθανε αργότερα, εκεί στον “Όρφεα”. Κανείς δεν μίλησε για μέρες. Η καρέκλα του έμεινε άδεια, το ποτήρι του άθικτο. Μόνο τα τραγούδια που αγαπούσε ακουγόντουσαν πιο βαριά, πιο αληθινά.
Και όσοι τον γνώρισαν, δεν τον ξέχασαν ποτέ. Έλεγαν πως ο Νικόλας δεν αυτοκτόνησε, απλώς ολοκλήρωσε την απορία του για τη ζωή. Έφυγε όπως έζησε.
Με ευγένεια, με ομορφιά και με το ίδιο εκείνο βλέμμα που έβλεπε λίγο
παραπέρα απ’ όλους τους άλλους.
Και όπως έφυγε, άφησε πίσω του μια σιωπή που δεν ήταν κενή, ήταν γεμάτη από τις συζητήσεις που είχε ανοίξει, τις νύχτες που είχε φωτίσει με τη φωνή του, και τις ψυχές που είχε αγγίξει χωρίς να το ξέρει.
Στον “Όρφεα”, οι άνθρωποι συνέχισαν να μαζεύονται, αλλά πια υπήρχε μια κενή
θέση, μια ανάμνηση που φώτιζε κάθε τραγούδι και κάθε κρασί. Και εκείνοι που τον αγάπησαν κατάλαβαν πως ο Νικόλας δεν έφυγε για να ξεφύγει, έφυγε για να μείνει για πάντα μέσα τους, σαν μια φωτεινή, ακατανίκητη σκιά, σαν η ίδια η ζωή που τους υπενθύμιζε να βλέπουν πέρα από τα φανερά.
Και έτσι, ο Νικόλας παρέμεινε σαν ψίθυρος ανάμεσα σε νότες και λέξεις, σαν ένα φως που δεν σβήνει ποτέ, ένας Νικόλας που θα συνεχίσει να αλλάζει τα κλίματα κάθε χώρου, ακόμα και αν δεν βρίσκεται πια εκεί.
Ο ΛΙΝΟΣ ΚΟΚΟΤΟΣ ΣΤΗ ΜΠΟΥΑΤ ΟΡΦΕΑΣ:
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΡΤΕΜΗΣ - ΜΠΟΥΑΤ ΟΡΦΕΑΣ
Η ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΝ ΟΡΦΕΑ ΕΙΝΑΙ ΘΕΜΑ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ
Ο ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΙ Η ΕΥΡΙΔΙΚΗ, ΕΝΑΣ ΜΥΘΟΣ ΕΓΓΥΗΣΗ ΓΙΑ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΗΝ ΜΠΟΥΑΤ ΟΡΦΕΑΣ ΣΤΗ ΧΛΩΡΑΚΑ
ΤΟ ΣΙΝΙΑΛΟ ΣΤΗΝ ΜΠΟΥΑΤ ΟΡΦΕΑΣ

Απο τη Παρασκευή 2 Νοεμβρίου και κάθε Παρασκευή, για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων, στις 10:00μμ με μια ανανεωμένη πρόταση στέλλουμε και πάλι το ΣΙΝΙΑΛΟ μας.


























